Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καυχήμων
καύχησις
καυχητής
καυχητιάω
καυχός
καφουρά
κάφρυκτοι
καφώρη
καχάζω
καχασμός
καχειμονία
καχείτης
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεκτικός
καχεξής
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχίλα
View word page
καχειμονία
κᾰχειμονία, ,
A). gloss on δυσχλαινία , Sch. E. Hec. 240 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καχειμονία
Headword (normalized):
καχειμονία
Headword (normalized/stripped):
καχειμονια
IDX:
56282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56283
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰχειμονία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">δυσχλαινία</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg007.perseus-grc1:240" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg007.perseus-grc1:240/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hec.</span> 240 </a>.</div> </div><br><br>'}