Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καύχη
καύχημα
καυχηματίας
καυχηματικός
καυχήμων
καύχησις
καυχητής
καυχητιάω
καυχός
καφουρά
κάφρυκτοι
καφώρη
καχάζω
καχασμός
καχειμονία
καχείτης
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεκτικός
καχεξής
View word page
κάφρυκτοι
κάφρυκτοι
(
καρφ
- cod.)
· φρύγιοι
(Rhod.),
Hsch.
(For
κατάφρ
-).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάφρυκτοι
Headword (normalized):
κάφρυκτοι
Headword (normalized/stripped):
καφρυκτοι
IDX:
56278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56279
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάφρυκτοι</span> (<span class="itype greek">καρφ</span>- cod.)<span class="foreign greek">· φρύγιοι</span> (Rhod.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (For <span class="foreign greek">κατάφρ</span>-).</div><br><br>'}