Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καυλώδης
καυλωτός
καῦμα
καυματηρός
καυματίας
καυματίζω
καυματώδης
καυμός
καυνάκης
καυνακοπλόκος
καυνακοποιός
Καυνιακή
Καυνίας
Καύνιος
καυνός
καῦρος
καυσαλίς
καυσία
καύσιμος
καῦσις
καυσμένης
View word page
καυνακοποιός
καυνᾰκο-ποιός, , = foreg., ib. 288iv 5 (vi A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καυνακοποιός
Headword (normalized):
καυνακοποιός
Headword (normalized/stripped):
καυνακοποιος
IDX:
56231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56232
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καυνᾰκο-ποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., ib.<span class="bibl"> 288iv 5 </span> (vi A.D.).</div><br><br>'}