Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καυλοφορέω
καυλώδης
καυλωτός
καῦμα
καυματηρός
καυματίας
καυματίζω
καυματώδης
καυμός
καυνάκης
καυνακοπλόκος
καυνακοποιός
Καυνιακή
Καυνίας
Καύνιος
καυνός
καῦρος
καυσαλίς
καυσία
καύσιμος
καῦσις
View word page
καυνακοπλόκος
καυνᾰκο-πλόκος
,
ὁ
,
A).
weaver of
καυνάκαι
,
PMasp.
283ii17
(vi A.D.).
ShortDef
weaver of καυνάκαι
Debugging
Headword:
καυνακοπλόκος
Headword (normalized):
καυνακοπλόκος
Headword (normalized/stripped):
καυνακοπλοκος
IDX:
56230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56231
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καυνᾰκο-πλόκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weaver of</span> <span class="foreign greek">καυνάκαι</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 283ii17 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}