Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καύλινος
καυλίον
καυλίσκος
καυλοειδής
καυλοκινάρα
καυλοκλυστήρ
καυλοκοπία
καυλομύκητες
καυλοπώλης
καυλός
καυλοφορέω
καυλώδης
καυλωτός
καῦμα
καυματηρός
καυματίας
καυματίζω
καυματώδης
καυμός
καυνάκης
καυνακοπλόκος
View word page
καυλοφορέω
καυλοφορέω
,
A).
run to stalk
,
Gal.
6.657
.
ShortDef
run to stalk
Debugging
Headword:
καυλοφορέω
Headword (normalized):
καυλοφορέω
Headword (normalized/stripped):
καυλοφορεω
IDX:
56220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56221
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καυλοφορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">run to stalk</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.657 </span>.</div> </div><br><br>'}