Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατώτερος
κατωτέρωθεν
κατωτίδες
κατώτιον
κατωφαγᾶς
κατωφελής
κατωφέρεια
κατωφερής
κατώφορος
κατωχάνης
κατωχεύει
κατωχριάω
καυάζοντα
καῦδος
καύεις
καυθμός
καυκαλίας
καυκάλιον
καυκαλίς
καύκαλον
Καύκασος
View word page
κατωχεύει
κατωχεύει· πηδᾶ, ἐπικάθηται, Hsch.; cf. κατοχεύω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατωχεύει
Headword (normalized):
κατωχεύει
Headword (normalized/stripped):
κατωχευει
IDX:
56188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56189
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατωχεύει·</span> <span class="foreign greek">πηδᾶ, ἐπικάθηται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">κατοχεύω</span>.</div><br><br>'}