Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατωρθωμένως
κατωρίς
κατώρροπος
κατῶρυξ
κατωρύομαι
κατώρυχος
κατώτατος
κατωτερικός
κατώτερος
κατωτέρωθεν
κατωτίδες
κατώτιον
κατωφαγᾶς
κατωφελής
κατωφέρεια
κατωφερής
κατώφορος
κατωχάνης
κατωχεύει
κατωχριάω
καυάζοντα
View word page
κατωτίδες
κατωτίδες
,
αἱ
,(
οὖς
)
A).
lappets covering the ears
,
Hsch.
(Fort.
κατωμίδες
,
capes.
)
ShortDef
lappets covering the ears
Debugging
Headword:
κατωτίδες
Headword (normalized):
κατωτίδες
Headword (normalized/stripped):
κατωτιδες
IDX:
56180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56181
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατωτίδες</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>,(<span class="etym greek">οὖς</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lappets covering the ears</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Fort. <span class="foreign greek">κατωμίδες</span>, <span class="tr" style="font-weight: bold;">capes.</span>)</div> </div><br><br>'}