Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατωνακοφόρος
κατωπιάω
κατωπός
κάτωρ
κατωραΐζομαι
κατώρης
κατωρθωμένως
κατωρίς
κατώρροπος
κατῶρυξ
κατωρύομαι
κατώρυχος
κατώτατος
κατωτερικός
κατώτερος
κατωτέρωθεν
κατωτίδες
κατώτιον
κατωφαγᾶς
κατωφελής
κατωφέρεια
View word page
κατωρύομαι
κατ-ωρύομαι,
A). howl much, Apollod. 3.4.4 .


ShortDef

howl much

Debugging

Headword:
κατωρύομαι
Headword (normalized):
κατωρύομαι
Headword (normalized/stripped):
κατωρυομαι
IDX:
56174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56175
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-ωρύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">howl much</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0548.tlg001.perseus-grc1:3:4:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0548.tlg001.perseus-grc1:3:4:4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollod.</span> 3.4.4 </a>.</div> </div><br><br>'}