Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατώμοτος
κατωνάκη
κατωνακοφόρος
κατωπιάω
κατωπός
κάτωρ
κατωραΐζομαι
κατώρης
κατωρθωμένως
κατωρίς
κατώρροπος
κατῶρυξ
κατωρύομαι
κατώρυχος
κατώτατος
κατωτερικός
κατώτερος
κατωτέρωθεν
κατωτίδες
κατώτιον
κατωφαγᾶς
View word page
κατώρροπος
κατώρροπος, ον,
A). = κατάρροπος , Olymp. in Phd. p.244 N.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατώρροπος
Headword (normalized):
κατώρροπος
Headword (normalized/stripped):
κατωρροπος
IDX:
56172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56173
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατώρροπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατάρροπος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4019.tlg006:p.244" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4019.tlg006:p.244/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Olymp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Phd.</span> p.244 </a> N.</div> </div><br><br>'}