Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατωμοσία
κατωμοτικός
κατώμοτος
κατωνάκη
κατωνακοφόρος
κατωπιάω
κατωπός
κάτωρ
κατωραΐζομαι
κατώρης
κατωρθωμένως
κατωρίς
κατώρροπος
κατῶρυξ
κατωρύομαι
κατώρυχος
κατώτατος
κατωτερικός
κατώτερος
κατωτέρωθεν
κατωτίδες
View word page
κατωρθωμένως
κατωρθωμένως
, Adv. pf. part. Pass., (
κατορθόω
)
A).
successfully
,
Phlp.
in Ph.
142.10
.
ShortDef
successfully
Debugging
Headword:
κατωρθωμένως
Headword (normalized):
κατωρθωμένως
Headword (normalized/stripped):
κατωρθωμενως
IDX:
56170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56171
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατωρθωμένως</span>, Adv. pf. part. Pass., (<span class="etym greek">κατορθόω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">successfully</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4015.tlg009:142:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4015.tlg009:142.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phlp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Ph.</span> 142.10 </a>.</div> </div><br><br>'}