Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάτωμος
κατωμοσία
κατωμοτικός
κατώμοτος
κατωνάκη
κατωνακοφόρος
κατωπιάω
κατωπός
κάτωρ
κατωραΐζομαι
κατώρης
κατωρθωμένως
κατωρίς
κατώρροπος
κατῶρυξ
κατωρύομαι
κατώρυχος
κατώτατος
κατωτερικός
κατώτερος
κατωτέρωθεν
View word page
κατώρης
κατώρης, ες,
A). = κάτω ῥέπων , Hsch. (κατωρής cod.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατώρης
Headword (normalized):
κατώρης
Headword (normalized/stripped):
κατωρης
IDX:
56169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56170
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατώρης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κάτω ῥέπων</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">κατωρής</span> cod.).</div> </div><br><br>'}