Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατωμιστής
κάτωμος
κατωμοσία
κατωμοτικός
κατώμοτος
κατωνάκη
κατωνακοφόρος
κατωπιάω
κατωπός
κάτωρ
κατωραΐζομαι
κατώρης
κατωρθωμένως
κατωρίς
κατώρροπος
κατῶρυξ
κατωρύομαι
κατώρυχος
κατώτατος
κατωτερικός
κατώτερος
View word page
κατωραΐζομαι
κατωρᾰΐζομαι
, Ion. for
καθωραΐζομαι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατωραΐζομαι
Headword (normalized):
κατωραΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατωραιζομαι
IDX:
56168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56169
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατωρᾰΐζομαι</span>, Ion. for <span class="foreign greek">καθωραΐζομαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}