Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατωμάδιος
κατωμαδίς
κατωμαδόν
κατώμηλ
κατωμίζω
κατωμίς
κατωμιστής
κάτωμος
κατωμοσία
κατωμοτικός
κατώμοτος
κατωνάκη
κατωνακοφόρος
κατωπιάω
κατωπός
κάτωρ
κατωραΐζομαι
κατώρης
κατωρθωμένως
κατωρίς
κατώρροπος
View word page
κατώμοτος
κατ-ώμοτος
,
ον
,
A).
sworn in affirmation
,
ὅρκος
Harp. s.v.
ἐπακτός
.
ShortDef
sworn in affirmation
Debugging
Headword:
κατώμοτος
Headword (normalized):
κατώμοτος
Headword (normalized/stripped):
κατωμοτος
IDX:
56162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56163
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-ώμοτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sworn in affirmation</span>, <span class="foreign greek">ὅρκος</span> Harp. s.v. <span class="ref greek">ἐπακτός</span> .</div> </div><br><br>'}