Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατώγαιος
κατώδυνος
κάτωθεν
κατωθέω
κατωκάρα
κατωμάδιος
κατωμαδίς
κατωμαδόν
κατώμηλ
κατωμίζω
κατωμίς
κατωμιστής
κάτωμος
κατωμοσία
κατωμοτικός
κατώμοτος
κατωνάκη
κατωνακοφόρος
κατωπιάω
κατωπός
κάτωρ
View word page
κατωμίς
κατωμ-ίς, ίδος, ,
A). v. κατωτίδες .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατωμίς
Headword (normalized):
κατωμίς
Headword (normalized/stripped):
κατωμις
IDX:
56157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56158
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατωμ-ίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατωτίδες</span> .</div> </div><br><br>'}