Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατοψοφαγία
κατράγοντες
κατρεύς
κάτροπον
κάττα1
καττά2
καττυματοποιός
καττύς
καττύω
κατύ
κατυβρίζω
κάτω
κατωβλέπων
κατώγαιος
κατώδυνος
κάτωθεν
κατωθέω
κατωκάρα
κατωμάδιος
κατωμαδίς
κατωμαδόν
View word page
κατυβρίζω
κατυβρίζω, κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ion. for καθ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατυβρίζω
Headword (normalized):
κατυβρίζω
Headword (normalized/stripped):
κατυβριζω
IDX:
56144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56145
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατυβρίζω</span>, <span class="orth greek">κατύπερθε</span>, <span class="orth greek">κατυπέρτερος</span>, <span class="orth greek">κατυπνόω</span>, Ion. for <span class="itype greek">καθ</span>-.</div><br><br>'}