Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατόψομαι
κατοψοφαγέω
κατοψοφαγία
κατράγοντες
κατρεύς
κάτροπον
κάττα1
καττά2
καττυματοποιός
καττύς
καττύω
κατύ
κατυβρίζω
κάτω
κατωβλέπων
κατώγαιος
κατώδυνος
κάτωθεν
κατωθέω
κατωκάρα
κατωμάδιος
View word page
καττύω
καττύω,
A). v. κασσύω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καττύω
Headword (normalized):
καττύω
Headword (normalized/stripped):
καττυω
IDX:
56142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56143
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καττύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κασσύω</span> .</div> </div><br><br>'}