Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατοχώδης
κατοχωτικός
κατοψέ
κατόψιος
κάτοψις
κατόψομαι
κατοψοφαγέω
κατοψοφαγία
κατράγοντες
κατρεύς
κάτροπον
κάττα1
καττά2
καττυματοποιός
καττύς
καττύω
κατύ
κατυβρίζω
κάτω
κατωβλέπων
κατώγαιος
View word page
κάτροπον
κάτροπον· κάταντες, Hsch. ( Dor. for κατάτροπον, q.v.). κάτροπτον,
A). v. κάτοπτρον . κατρός· κακός, Id.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
κάτροπον
Headword (normalized):
κάτροπον
Headword (normalized/stripped):
κατροπον
IDX:
56137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56138
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάτροπον·</span> <span class="foreign greek">κάταντες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> ( Dor. for <span class="foreign greek">κατάτροπον</span>, q.v.). <span class="orth greek">κάτροπτον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κάτοπτρον</span> . <span class="orth greek">κατρός·</span> <span class="foreign greek">κακός</span>, Id.</div> </div><br><br>'}