Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάτοχος
κατοχυρόω
κατοχώδης
κατοχωτικός
κατοψέ
κατόψιος
κάτοψις
κατόψομαι
κατοψοφαγέω
κατοψοφαγία
κατράγοντες
κατρεύς
κάτροπον
κάττα1
καττά2
καττυματοποιός
καττύς
καττύω
κατύ
κατυβρίζω
κάτω
View word page
κατράγοντες
κατράγοντες· οἱ βόαγροι ( Lacon.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατράγοντες
Headword (normalized):
κατράγοντες
Headword (normalized/stripped):
κατραγοντες
IDX:
56135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56136
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατράγοντες·</span> <span class="foreign greek">οἱ βόαγροι</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}