Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατόχιον
κατοχῖτις
κατοχμάζω
κάτοχος
κατοχυρόω
κατοχώδης
κατοχωτικός
κατοψέ
κατόψιος
κάτοψις
κατόψομαι
κατοψοφαγέω
κατοψοφαγία
κατράγοντες
κατρεύς
κάτροπον
κάττα1
καττά2
καττυματοποιός
καττύς
καττύω
View word page
κατόψομαι
κατόψομαι, fut. of καθοράω (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατόψομαι
Headword (normalized):
κατόψομαι
Headword (normalized/stripped):
κατοψομαι
IDX:
56132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56133
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατόψομαι</span>, fut. of <span class="foreign greek">καθοράω</span> (q. v.).</div><br><br>'}