Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατοχεύς
κατοχεύω
κατοχή
κατόχιμος
κατόχιον
κατοχῖτις
κατοχμάζω
κάτοχος
κατοχυρόω
κατοχώδης
κατοχωτικός
κατοψέ
κατόψιος
κάτοψις
κατόψομαι
κατοψοφαγέω
κατοψοφαγία
κατράγοντες
κατρεύς
κάτροπον
κάττα1
View word page
κατοχωτικός
κατοχ-ωτικός, , όν, f.l. in Ph. 1.509 , 511 (leg. κατοκωχή τε καὶ μανία).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατοχωτικός
Headword (normalized):
κατοχωτικός
Headword (normalized/stripped):
κατοχωτικος
IDX:
56128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56129
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατοχ-ωτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, f.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:509" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.509/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.509 </a>,<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:511" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:511/canonical-url/"> 511 </a> (leg. <span class="foreign greek">κατοκωχή τε καὶ μανία</span>).</div><br><br>'}