Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατούχιος
κατοφρυόομαι
κατοχεύς
κατοχεύω
κατοχή
κατόχιμος
κατόχιον
κατοχῖτις
κατοχμάζω
κάτοχος
κατοχυρόω
κατοχώδης
κατοχωτικός
κατοψέ
κατόψιος
κάτοψις
κατόψομαι
κατοψοφαγέω
κατοψοφαγία
κατράγοντες
κατρεύς
View word page
κατοχυρόω
κατοχῠρόω, strengthd. for ὀχυρόω, in Pass., Paul.Aeg. 6.118 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατοχυρόω
Headword (normalized):
κατοχυρόω
Headword (normalized/stripped):
κατοχυροω
IDX:
56126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56127
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατοχῠρόω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ὀχυρόω</span>, in Pass., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:6:118" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:6.118/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 6.118 </a>.</div><br><br>'}