Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατορχίτης
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατότι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουλέω
κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατουτάω
κατούχιος
κατοφρυόομαι
κατοχεύς
View word page
κάτουλος
κάτουλ-ος, ον,
A). cicatrized, Gloss.


ShortDef

cicatrized

Debugging

Headword:
κάτουλος
Headword (normalized):
κάτουλος
Headword (normalized/stripped):
κατουλος
IDX:
56108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56109
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάτουλ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cicatrized,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}