Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατορχίτης
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατότι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουλέω
κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
View word page
κατότι
κατότι, Adv., Ion. for καθότι or καθ’ ὅ τι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατότι
Headword (normalized):
κατότι
Headword (normalized/stripped):
κατοτι
IDX:
56104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56105
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατότι</span>, Adv., Ion. for <span class="foreign greek">καθότι</span> or <span class="foreign greek">καθ’ ὅ τι</span>.</div><br><br>'}