Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάτορρα
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατορχίτης
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατότι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουλέω
κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
κατουρίζω
View word page
κατοσφραίνομαι
κατοσφραίνομαι,
A). smell, c. gen., Suid.


ShortDef

smell

Debugging

Headword:
κατοσφραίνομαι
Headword (normalized):
κατοσφραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατοσφραινομαι
IDX:
56103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56104
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατοσφραίνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">smell</span>, c. gen., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}