Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατορουβάν
κατορούω
κάτορρα
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατορχίτης
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατότι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουλέω
κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
View word page
κατορχίτης
κατορχίτης [ῑ] οἶνος,
A). = συκίτης , v.l. for τροχίτης in Dsc. 5.32 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατορχίτης
Headword (normalized):
κατορχίτης
Headword (normalized/stripped):
κατορχιτης
IDX:
56101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56102
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατορχίτης</span> [<span class="foreign greek">ῑ] οἶνος, </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συκίτης</span> , v.l. for <span class="ref greek">τροχίτης</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.32 </span>.</div> </div><br><br>'}