Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορουβάν
κατορούω
κάτορρα
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατορχίτης
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατότι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουλέω
κάτουλος
κατουλόω
View word page
κατορφνάομαι
κατορφνάομαι, Med.,
A). darken, Hsch.


ShortDef

darken

Debugging

Headword:
κατορφνάομαι
Headword (normalized):
κατορφνάομαι
Headword (normalized/stripped):
κατορφναομαι
IDX:
56099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56100
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατορφνάομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">darken</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}