Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορουβάν
κατορούω
κάτορρα
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατορχίτης
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατότι
κατουδαῖος
View word page
κατορυκτός
κατ-ορυκτός, , όν,
A). deep-buried, Suid.


ShortDef

deep-buried

Debugging

Headword:
κατορυκτός
Headword (normalized):
κατορυκτός
Headword (normalized/stripped):
κατορυκτος
IDX:
56095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56096
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-ορυκτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deep-buried</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}