Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατορέγομαι
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορουβάν
κατορούω
κάτορρα
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατορχίτης
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
View word page
κάτορρα
κάτορρα·
ἡ καταρόα, βωμὸς ἐνόδιος
(
βώμενος ἐνόδειος
cod.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάτορρα
Headword (normalized):
κάτορρα
Headword (normalized/stripped):
κατορρα
IDX:
56093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56094
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάτορρα·</span> <span class="foreign greek">ἡ καταρόα, βωμὸς ἐνόδιος</span>(<span class="foreign greek">βώμενος ἐνόδειος</span> cod.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}