Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατοργόω
κατορέγομαι
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορουβάν
κατορούω
κάτορρα
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατορχίτης
κατόσσομαι
View word page
κατορούω
κατορούω,
A). rush downwards, h.Cer. 341 .


ShortDef

to rush downwards

Debugging

Headword:
κατορούω
Headword (normalized):
κατορούω
Headword (normalized/stripped):
κατορουω
IDX:
56092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56093
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατορούω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rush downwards,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">h.Cer.</span> 341 </span>.</div> </div><br><br>'}