Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατοργιάζω
κατοργόω
κατορέγομαι
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορουβάν
κατορούω
κάτορρα
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατορχίτης
View word page
κατορουβάν
κατορουβάν· ἡ ἀγορά, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατορουβάν
Headword (normalized):
κατορουβάν
Headword (normalized/stripped):
κατορουβαν
IDX:
56091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56092
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατορουβάν·</span> <span class="foreign greek">ἡ ἀγορά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}