Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάτοπτος
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάω
κατοργιάζω
κατοργόω
κατορέγομαι
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορουβάν
κατορούω
κάτορρα
View word page
κατορέγομαι
κατορέγομαι, Med., strengthd. for ὀρέγομαι, Simp. in Epict. p.6 D.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατορέγομαι
Headword (normalized):
κατορέγομαι
Headword (normalized/stripped):
κατορεγομαι
IDX:
56083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56084
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατορέγομαι</span>, Med., strengthd. for <span class="foreign greek">ὀρέγομαι</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4013.tlg006:p.6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4013.tlg006:p.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Simp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Epict.</span> p.6 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> </span> </div><br><br>'}