Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάτοπτος
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάω
κατοργιάζω
κατοργόω
κατορέγομαι
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορουβάν
κατορούω
View word page
κατοργόω
κατοργόω, pf. Med.
A). κατωργώμεθα we have quarrelled with each other, PMagd. 10.3 (iii B.C.).


ShortDef

we have quarrelled with each other

Debugging

Headword:
κατοργόω
Headword (normalized):
κατοργόω
Headword (normalized/stripped):
κατοργοω
IDX:
56082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56083
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατοργόω</span>, pf. Med. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">κατωργώμεθα</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">we have quarrelled with each other,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMagd.</span> 10.3 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}