Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατοπτικὸς
κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάω
κατοργιάζω
κατοργόω
κατορέγομαι
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
View word page
κατοργάω
κατοργάω, strengthd. for ὀργάω, Hsch., Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατοργάω
Headword (normalized):
κατοργάω
Headword (normalized/stripped):
κατοργαω
IDX:
56080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56081
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατοργάω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ὀργάω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div><br><br>'}