κάτοπτρον
κάτοπτρον, τό,
A). mirror, κ. εἴδους χαλκός Fr. 393 , cf. Hipp. 429 , etc.; τίς γὰρ κατόπτρῳ καὶ τυφλῷ κοινωνία; Com. ap. ; 4.30.6a κ. ἀνδρομήκη Rh. 2.206S. ; ἐν κατόπτρῳ .. κατιδεῖν εἴδωλα παρέχοντι Ti. 71b ; ὥσπερ ἐν κ. ἑαυτὸν ὁρῶν Phdr. 255d , etc.; = μηλωτίς , ap. (v. κατοπτήρ 11 ): metaph., εὖ γὰρ ἐξεπίσταμαι ὁμιλίας κ. companionship's true mirror, Ag. 839 ; ἡ Ὀδύσσεια καλὸν ἀνθρωπίνου βίου κ. ap. Rh. 1406b13 ; κ. φύσεος, of a wine-cup, Theopomp. Com. 32.3 :—spelt κάτροπτον in Att. Inscrr., IG 22.1471.47 , 1544.58 (iv B.C.), al., and this form shd. be restored in Cra. 414c : κάθοπτρον shd. perh. be restored in Annuario 4 / 5.463 .