Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατοπτάω
κατοπτεία
κατόπτευσις
κατοπτευτήριος
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατοπτήριος
κατόπτης
κατόπτησις
κατοπτικὸς
κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάω
κατοργιάζω
View word page
κατοπτίλλεταί
κατοπτίλλεταί
μοι
,
A).
=
δοκεῖ μοι
, Diusap.
Stob.
4.21.16
; Dor. word, cf.
ὀπτίλος
.
ShortDef
[Dor.]
Debugging
Headword:
κατοπτίλλεταί
Headword (normalized):
κατοπτίλλεταί
Headword (normalized/stripped):
κατοπτιλλεται
IDX:
56071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56072
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατοπτίλλεταί</span> <span class="itype greek">μοι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δοκεῖ μοι</span> , Diusap.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 4.21.16 </span>; Dor. word, cf. <span class="foreign greek">ὀπτίλος</span>.</div> </div><br><br>'}