Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατοπίσω
κατοπτάω
κατοπτεία
κατόπτευσις
κατοπτευτήριος
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατοπτήριος
κατόπτης
κατόπτησις
κατοπτικὸς
κατοπτίλλεταί
κάτοπτος
κάτοπτος
κατοπτρίζω
κατοπτρικός
κατοπτρῖτις
κατοπτροειδής
κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάω
View word page
κατοπτικὸς
κατοπτικὸς
νόμος
law
A).
concerning the
κατόπτης
11.2
,
IG
7.3073.88
(Lebad.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατοπτικὸς
Headword (normalized):
κατοπτικὸς
Headword (normalized/stripped):
κατοπτικος
IDX:
56070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56071
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατοπτικὸς</span> <span class="foreign greek">νόμος</span> law <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">concerning the</span> <span class="quote greek">κατόπτης</span> <span class="bibl"> 11.2 </span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 7.3073.88 </span> (Lebad.).</div> </div><br><br>'}