Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατομβρίζομαι
κατόμβριμος
κατόμβριος
κατόμβρισις
κάτομβρος
κατόμνυμι
κατομόργνυμι
κατομφάλιος
κατονειδίζω
κατονειδιστήρ
κατονεύομαι
κατονίναμαι
κατονομάζω
κατόνομαι
κατονομαξία
κατονομασία
κατονόμαστος
κάτοξος
κατοξύνω
κάτοξυς
κατοπάζω
View word page
κατονεύομαι
κατονεύομαι
,
A).
v.l. for
ὀνεύομαι
,
Gal.
19.126
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατονεύομαι
Headword (normalized):
κατονεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κατονευομαι
IDX:
56045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56046
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατονεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">ὀνεύομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.126 </span>.</div> </div><br><br>'}