Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατομβρία
κατομβρίζομαι
κατόμβριμος
κατόμβριος
κατόμβρισις
κάτομβρος
κατόμνυμι
κατομόργνυμι
κατομφάλιος
κατονειδίζω
κατονειδιστήρ
κατονεύομαι
κατονίναμαι
κατονομάζω
κατόνομαι
κατονομαξία
κατονομασία
κατονόμαστος
κάτοξος
κατοξύνω
κάτοξυς
View word page
κατονειδιστήρ
κατονειδ-ιστήρ, ῆρος, ,
A). = ὀνειδιστήρ , Man. 4.235 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατονειδιστήρ
Headword (normalized):
κατονειδιστήρ
Headword (normalized/stripped):
κατονειδιστηρ
IDX:
56044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56045
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατονειδ-ιστήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀνειδιστήρ</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4:235" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4.235/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 4.235 </a>.</div> </div><br><br>'}