Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατομβρέομαι
κατομβρία
κατομβρίζομαι
κατόμβριμος
κατόμβριος
κατόμβρισις
κάτομβρος
κατόμνυμι
κατομόργνυμι
κατομφάλιος
κατονειδίζω
κατονειδιστήρ
κατονεύομαι
κατονίναμαι
κατονομάζω
κατόνομαι
κατονομαξία
κατονομασία
κατονόμαστος
κάτοξος
κατοξύνω
View word page
κατονειδίζω
κατονειδ-ίζω,
A). = ὀνειδίζω , D.H. 11.42 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατονειδίζω
Headword (normalized):
κατονειδίζω
Headword (normalized/stripped):
κατονειδιζω
IDX:
56043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56044
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατονειδ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀνειδίζω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:11:42" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:11.42/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 11.42 </a>.</div> </div><br><br>'}