Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατομβρία
κατομβρίζομαι
κατόμβριμος
κατόμβριος
κατόμβρισις
κάτομβρος
κατόμνυμι
κατομόργνυμι
κατομφάλιος
κατονειδίζω
κατονειδιστήρ
κατονεύομαι
κατονίναμαι
κατονομάζω
κατόνομαι
κατονομαξία
κατονομασία
κατονόμαστος
κάτοξος
View word page
κατομφάλιος
κατομφάλιος [φᾰ],,
A). from the navel, v.l. for παρομφ-, Nic. Th. 290 .


ShortDef

from the navel

Debugging

Headword:
κατομφάλιος
Headword (normalized):
κατομφάλιος
Headword (normalized/stripped):
κατομφαλιος
IDX:
56042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56043
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατομφάλιος</span> [<span class="foreign greek">φᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">from the navel</span>, v.l. for <span class="itype greek">παρομφ</span>-, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg001:290" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg001:290/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Th.</span> 290 </a>.</div> </div><br><br>'}