Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατολίσθησις
κατόλλυμι
κατολολύζω
κατολοφύρομαι
κατομβρέομαι
κατομβρία
κατομβρίζομαι
κατόμβριμος
κατόμβριος
κατόμβρισις
κάτομβρος
κατόμνυμι
κατομόργνυμι
κατομφάλιος
κατονειδίζω
κατονειδιστήρ
κατονεύομαι
View word page
κατομβρίζομαι
κατομβρ-ίζομαι, Pass.,
A). = κατομβρέομαι , Gp. 2.8.4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατομβρίζομαι
Headword (normalized):
κατομβρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατομβριζομαι
IDX:
56035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56036
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατομβρ-ίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατομβρέομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 2.8.4 </span>.</div> </div><br><br>'}