Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοινύσαι
κατοίομαι
κατοίσεται
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατολίσθησις
κατόλλυμι
View word page
κατοιχνέω
κατοιχνέω
,
A).
spread over, fill
,
ὀμφὰ κ. τόπου
S.
Ichn.
321
(lyr.).
ShortDef
spread over, fill
Debugging
Headword:
κατοιχνέω
Headword (normalized):
κατοιχνέω
Headword (normalized/stripped):
κατοιχνεω
IDX:
56020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56021
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατοιχνέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spread over, fill</span>, <span class="quote greek">ὀμφὰ κ. τόπου</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ichn.</span> 321 </span> (lyr.).</div> </div><br><br>'}