Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοινύσαι
κατοίομαι
κατοίσεται
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοιωνίζομαι
κατοκλάζω
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατολίσθησις
View word page
κατοίσεται
κατοίσεται,
A). v. καταφέρω ,


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατοίσεται
Headword (normalized):
κατοίσεται
Headword (normalized/stripped):
κατοισεται
IDX:
56019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56020
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατοίσεται</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταφέρω</span> ,</div> </div><br><br>'}