Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατοικητήριον
κατοικητήριος
κατοικία1
κατοίκια2
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοικικός
κατοικίς
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτείρω
κατοικτίζω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
View word page
κατοικιστής
κατοικ-ιστής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
founder of a city
,
Sm.
Je.
50(27).7
,
Hsch.
s.v.
ἀποικιστής
.
ShortDef
founder of a city
Debugging
Headword:
κατοικιστής
Headword (normalized):
κατοικιστής
Headword (normalized/stripped):
κατοικιστης
IDX:
56005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-56006
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατοικ-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">founder of a city</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Je.</span> 50(27).7 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v.<span class="foreign greek">ἀποικιστής</span>.</div> </div><br><br>'}