Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατοιάδες
κάτοιδα
κατοιδέω
κατοίησις
κατοικάς
κατοικεσία1
κατοικέσια2
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικητήριον
κατοικητήριος
κατοικία1
κατοίκια2
κατοικίδιος
κατοικίζω
κατοικικός
κατοικίς
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικιστής
κατοικοδομέω
View word page
κατοικητήριος
κατοικ-ητήριος, α, ον,
A). = κατοικίδιος, ὄρνεις Sor. 1.51 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατοικητήριος
Headword (normalized):
κατοικητήριος
Headword (normalized/stripped):
κατοικητηριος
IDX:
55996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55997
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατοικ-ητήριος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατοικίδιος, ὄρνεις</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:51" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.51/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.51 </a>.</div> </div><br><br>'}