Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατιλύω
κατίμεν
κατιμονεύω
κατιόομαι
κάτισος
κατισχάνω
κατισχναίνω
κατισχνάω
κατισχνόομαι
κάτισχνος
κατισχυρεύομαι
κατισχύω
κατίσχω
κατιτήρια
κάτογκος
κατοδερικαῖς
κατοδυνάω
κατοδύρομαι
κατόζω
κάτοθεν
κατοιάδες
View word page
κατισχυρεύομαι
κατισχῡρεύομαι,
A). strengthen oneself, be violent, Aq. Ps. 85(86).14 .


ShortDef

strengthen oneself, be violent

Debugging

Headword:
κατισχυρεύομαι
Headword (normalized):
κατισχυρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κατισχυρευομαι
IDX:
55976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55977
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατισχῡρεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">strengthen oneself, be violent</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 85(86).14 </span>.</div> </div><br><br>'}