Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατιλλαίνω
κατίλλω
κατιλλώπτω
κατιλύω
κατίμεν
κατιμονεύω
κατιόομαι
κάτισος
κατισχάνω
κατισχναίνω
κατισχνάω
κατισχνόομαι
κάτισχνος
κατισχυρεύομαι
κατισχύω
κατίσχω
κατιτήρια
κάτογκος
κατοδερικαῖς
κατοδυνάω
κατοδύρομαι
View word page
κατισχνάω
κατισχν-άω or κατισχν-έω, = foreg., ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον in a
A). thin voice. Ps.- Luc. Philopatr. 20 .


ShortDef

thin

Debugging

Headword:
κατισχνάω
Headword (normalized):
κατισχνάω
Headword (normalized/stripped):
κατισχναω
IDX:
55973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55974
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατισχν-άω</span> or <span class="orth greek">κατισχν-έω</span>, = foreg., <span class="foreign greek">ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον</span> in a <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">thin</span> voice. Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Philopatr.</span> 20 </span>.</div> </div><br><br>'}