Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατικμάζω
κατικμαίνω
κατιλλαίνω
κατίλλω
κατιλλώπτω
κατιλύω
κατίμεν
κατιμονεύω
κατιόομαι
κάτισος
κατισχάνω
κατισχναίνω
κατισχνάω
κατισχνόομαι
κάτισχνος
κατισχυρεύομαι
κατισχύω
κατίσχω
κατιτήρια
κάτογκος
κατοδερικαῖς
View word page
κατισχάνω
κατισχάνω, Ep. form of
A). κατίσχω, κατὰ σὸν νόον ἴσχᾰνε Od. 19.42 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατισχάνω
Headword (normalized):
κατισχάνω
Headword (normalized/stripped):
κατισχανω
IDX:
55971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55972
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατισχάνω</span>, Ep. form of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">κατίσχω, κατὰ σὸν νόον ἴσχᾰνε</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:19:42" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:19.42/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 19.42 </a> .</div> </div><br><br>'}