Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατιερόω
κατιθύνω
κατιθύς
κατικετεύω
κατικμάζω
κατικμαίνω
κατιλλαίνω
κατίλλω
κατιλλώπτω
κατιλύω
κατίμεν
κατιμονεύω
κατιόομαι
κάτισος
κατισχάνω
κατισχναίνω
κατισχνάω
κατισχνόομαι
κάτισχνος
κατισχυρεύομαι
κατισχύω
View word page
κατίμεν
κατίμεν [ῐ], Ep. pres. inf. Act. of κάτειμι, Il. 14.457 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατίμεν
Headword (normalized):
κατίμεν
Headword (normalized/stripped):
κατιμεν
IDX:
55967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55968
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατίμεν</span> <span class="pron greek">[ῐ]</span>, Ep. pres. inf. Act. of <span class="foreign greek">κάτειμι</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:14:457" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:14.457/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 14.457 </a>.</div><br><br>'}