Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατήχησις
κατηχίζω
κάτθανε
κατιάδιον
κατιάπτω
κατιάς
κατιδίω
κατιερόω
κατιθύνω
κατιθύς
κατικετεύω
κατικμάζω
κατικμαίνω
κατιλλαίνω
κατίλλω
κατιλλώπτω
κατιλύω
κατίμεν
κατιμονεύω
κατιόομαι
κάτισος
View word page
κατικετεύω
κατῐκετεύω
, Ion. for
καθικετεύω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατικετεύω
Headword (normalized):
κατικετεύω
Headword (normalized/stripped):
κατικετευω
IDX:
55960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55961
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατῐκετεύω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">καθικετεύω</span>.</div><br><br>'}